πάτρηθε

πάτρηθε
πάτρηθε and [suff] πάτρ-θεν, Adv.,
A = ἐκ πάτρης, from one's native land, A.R. 2.541, etc.
II from a family or clan, [dialect] Dor. [full] πάτρᾱθε Pi.N.7.70.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πάτρηθε — και πάτρηθεν και δωρ. τ. πάτραθε Α επίρρ. 1. από τη χώρα τών πατέρων, από την πατρίδα 2. από την οικογένεια ή την πατριά, από τη γενιά («Εὐξενίδα πάτραθε Σώγενες», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτρη / πάτρα «πατρίδα, χώρα τών πατέρων» + επιρρμ. κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • πάτραθε — Α επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πάτρηθε …   Dictionary of Greek

  • πάτραθε — πάτρᾱθε , πάτρηθε from one s native land doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”